Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στραμμένος
-
υπογεγραμμένος
-
βαμμένος
-
θαμμένος
-
καταγεγραμμένος
-
αναμμένος
-
βλαμμένος
-
γραμμή
-
γραμμα
-
διεστραμμένος
-
ξαναμμένος
-
κατεστραμμένος
)
Συνώνυμα
καταχωρισμένος
εγγεγραμμένος
αποτυπωμένος
3
Αντώνυμα
αγραμμένος
ακαταχώρητος
2
Ορισμός
Εκείνος που έχει γραφτεί ή καταχωριστεί σε κάποιο έγγραφο ή αρχείο.
Εκείνος που έχει σημειωθεί ή καταγραφεί με κάποιο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Το έγγραφο ήταν ήδη γραμμένο και έτοιμο για υπογραφή.
Οι παρατηρήσεις του ήταν γραμμένες στο ημερολόγιο του.
2