1. Συνώνυμα
    • καταχωρισμένος
    • εγγεγραμμένος
    • κατατεθειμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακαταχώριστος
    • μη καταγεγραμμένος
    • ακατάγραφος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί επίσημα σε κάποιο έγγραφο ή μητρώο
    • που έχει κατατεθεί ή καταχωριστεί σε κάποιο σύστημα ή βάση δεδομένων
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο καταγεγραμμένος πληθυσμός της πόλης αυξάνεται κάθε χρόνο.
    • Οι καταγεγραμμένοι φοιτητές πρέπει να επικυρώσουν τα στοιχεία τους.
    2