Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταγεγραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κατεστραμμένος
-
υπογεγραμμένος
-
καταραμένος
-
γραμμένος
-
καταχωρημένος
-
καταπιεσμένος
-
κατειλημμένος
)
Συνώνυμα
καταχωρισμένος
εγγεγραμμένος
κατατεθειμένος
3
Αντώνυμα
ακαταχώριστος
μη καταγεγραμμένος
ακατάγραφος
3
Ορισμός
που έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί επίσημα σε κάποιο έγγραφο ή μητρώο
που έχει κατατεθεί ή καταχωριστεί σε κάποιο σύστημα ή βάση δεδομένων
2
Παραδείγματα
Ο καταγεγραμμένος πληθυσμός της πόλης αυξάνεται κάθε χρόνο.
Οι καταγεγραμμένοι φοιτητές πρέπει να επικυρώσουν τα στοιχεία τους.
2