Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστηρίξουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
υποστηρίξω
-
υποστηρίζω
-
υποστηρίζομαι
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
στηρίζω
ενισχύω
υποβοηθώ
4
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
απογοητεύω
αποθαρρύνω
αντιτίθεμαι
4
Ορισμός
Παρέχω βοήθεια, ενθάρρυνση ή οικονομική στήριξη σε κάποιον ή κάτι.
Δίνω ισχυρά επιχειρήματα ή αποδείξεις για να υπερασπιστώ μια θέση ή άποψη.
Συντηρώ ή διατηρώ κάτι σε λειτουργική κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Οι γονείς πρέπει να υποστηρίξουν τα παιδιά τους στις δυσκολίες τους.
Ο δικηγόρος θα υποστηρίξει την υπόθεση του πελάτη του στο δικαστήριο.
Η εταιρεία υποστηρίζει τα προϊόντα της με εγγύηση 5 ετών.
3