1. Λέξη
    υποστηρίξουμε (ρήμα) - (παρόμοια: υποστηρίξω - υποστηρίζω - υποστηρίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • υποστηρίζω
    • στηρίζω
    • ενισχύω
    • υποβοηθώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • απογοητεύω
    • αποθαρρύνω
    • αντιτίθεμαι
    4
  4. Ορισμός
    • Παρέχω βοήθεια, ενθάρρυνση ή οικονομική στήριξη σε κάποιον ή κάτι.
    • Δίνω ισχυρά επιχειρήματα ή αποδείξεις για να υπερασπιστώ μια θέση ή άποψη.
    • Συντηρώ ή διατηρώ κάτι σε λειτουργική κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι γονείς πρέπει να υποστηρίξουν τα παιδιά τους στις δυσκολίες τους.
    • Ο δικηγόρος θα υποστηρίξει την υπόθεση του πελάτη του στο δικαστήριο.
    • Η εταιρεία υποστηρίζει τα προϊόντα της με εγγύηση 5 ετών.
    3