Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποστηρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
στηρίζομαι
-
υποστηρίζω
-
υποστηρίξω
-
υποσχομαι
-
υποστηρίξουμε
-
υποψιάζομαι
-
ορίζομαι
)
Συνώνυμα
στηρίζομαι
εξαρτώμαι
βασίζομαι
3
Αντώνυμα
ανεξαρτητοποιούμαι
αποσυνδέομαι
2
Ορισμός
Να στηρίζομαι ή να βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή βοήθεια.
Να έχω ως βάση ή στήριγμα.
2
Παραδείγματα
Υποστηρίζομαι από την οικογένειά μου σε δύσκολες στιγμές.
Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από πολλά επιστημονικά δεδομένα.
2