1. Συνώνυμα
    • στηρίζομαι
    • εξαρτώμαι
    • βασίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανεξαρτητοποιούμαι
    • αποσυνδέομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Να στηρίζομαι ή να βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή βοήθεια.
    • Να έχω ως βάση ή στήριγμα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Υποστηρίζομαι από την οικογένειά μου σε δύσκολες στιγμές.
    • Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από πολλά επιστημονικά δεδομένα.
    2