1. Συνώνυμα
    • υποθέτω
    • φαντάζομαι
    • προϋποθέτω
    3
  2. Αντώνυμα
    • διαψεύδω
    • αποδεικνύω
    • βεβαιώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να θεωρείται κάτι ως αληθινό ή πιθανό χωρίς απόδειξη.
    • Να λαμβάνεται κάτι ως δεδομένο για τη διευκόλυνση μιας συζήτησης ή ανάλυσης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Υποτίθεται ότι θα έρθει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρος.
    • Υποτίθεται ότι η Γη είναι στρογγυλή, αλλά κάποτε πιστεύαμε ότι είναι επίπεδη.
    2