1. Λέξη
    φανερώνω (ρήμα) - (παρόμοια: φανερώνομαι - φανερός - φανεί)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • εκθέτω
    • δηλώνω
    • αποκαλύπτω
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • αποκρύπτω
    • καλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι γνωστό ή ορατό.
    • Αποκαλύπτω πληροφορίες ή γεγονότα που ήταν άγνωστα.
    • Εκφράζω ή δηλώνω κάτι ανοιχτά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος φανέρωσε τα κρυφά έγγραφα.
    • Αποφάσισε να φανερώσει τα αληθινά του συναισθήματα.
    • Η έρευνα φανέρωσε νέα στοιχεία για το έγκλημα.
    3