Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανερώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
φανερώνομαι
-
φανερός
-
φανεί
)
Συνώνυμα
αποκαλύπτω
εκθέτω
δηλώνω
αποκαλύπτω
4
Αντώνυμα
κρύβω
αποκρύπτω
καλύπτω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι γνωστό ή ορατό.
Αποκαλύπτω πληροφορίες ή γεγονότα που ήταν άγνωστα.
Εκφράζω ή δηλώνω κάτι ανοιχτά.
3
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος φανέρωσε τα κρυφά έγγραφα.
Αποφάσισε να φανερώσει τα αληθινά του συναισθήματα.
Η έρευνα φανέρωσε νέα στοιχεία για το έγκλημα.
3