Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φανερώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
φανερώνω
-
λερώνομαι
-
φαίνομαι
-
ενημερώνομαι
-
ελευθερώνομαι
-
πληρώνομαι
-
φορτώνομαι
-
ακυρώνομαι
-
φαντάζομαι
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
αποκαλύπτομαι
γίνομαι αντιληπτός
3
Αντώνυμα
κρύβομαι
αφανίζομαι
κρύπτομαι
3
Ορισμός
γίνομαι ορατός ή γνωστός
αποκαλύπτω κάτι που ήταν κρυμμένο
εκδηλώνομαι δημόσια
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος φανερώθηκε πίσω από τα σύννεφα.
Η αλήθεια φανερώθηκε μετά από πολλά χρόνια.
Ο καλλιτέχνης φανερώθηκε στο κοινό με μια νέα του δουλειά.
3