1. Λέξη
    φορτίο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φορτίζω - φορείο - φορτώνω - φορτηγό)
  2. Συνώνυμα
    • φόρτωμα
    • φορτίο
    • φόρτος
    • φορτίο
    • φορτίο
    5
  3. Αντώνυμα
    • εκφόρτωση
    • απαλλαγή
    • ελαφρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Η ποσότητα υλικού που μεταφέρεται ή αποθηκεύεται σε ένα μέσο μεταφοράς.
    • Η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που αποθηκεύεται σε μια μπαταρία ή άλλο ηλεκτρικό στοιχείο.
    • Η ευθύνη ή το βάρος που φέρει κάποιος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το φορτίο του φορτηγού ήταν πολύ βαρύ.
    • Η μπαταρία έχει χαμηλό φορτίο και πρέπει να φορτιστεί.
    • Το φορτίο της ευθύνης ήταν μεγάλο για τον νέο διευθυντή.
    3