Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτίο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φορτίζω
-
φορείο
-
φορτώνω
-
φορτηγό
)
Συνώνυμα
φόρτωμα
φορτίο
φόρτος
φορτίο
φορτίο
5
Αντώνυμα
εκφόρτωση
απαλλαγή
ελαφρύνω
3
Ορισμός
Η ποσότητα υλικού που μεταφέρεται ή αποθηκεύεται σε ένα μέσο μεταφοράς.
Η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που αποθηκεύεται σε μια μπαταρία ή άλλο ηλεκτρικό στοιχείο.
Η ευθύνη ή το βάρος που φέρει κάποιος.
3
Παραδείγματα
Το φορτίο του φορτηγού ήταν πολύ βαρύ.
Η μπαταρία έχει χαμηλό φορτίο και πρέπει να φορτιστεί.
Το φορτίο της ευθύνης ήταν μεγάλο για τον νέο διευθυντή.
3