Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτηγό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φορτηγίδα
-
φορτηγάκι
-
φορτηγατζής
-
φορτίο
)
Συνώνυμα
φορτίο
φορτωτικό
φορτηγίδιο
3
Αντώνυμα
επιβατικό
αυτοκίνητο
2
Ορισμός
Όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων φορτίων.
Μεγάλο όχημα που έχει σχεδιαστεί για τη μεταφορά βαρέων ή μεγάλων φορτίων.
2
Παραδείγματα
Το φορτηγό μετέφερε επίπλους από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
Ο οδηγός του φορτηγού έκανε στάση για να ξεκουραστεί.
2