1. Λέξη
    φορτηγό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φορτηγίδα - φορτηγάκι - φορτηγατζής - φορτίο)
  2. Συνώνυμα
    • φορτίο
    • φορτωτικό
    • φορτηγίδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβατικό
    • αυτοκίνητο
    2
  4. Ορισμός
    • Όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων φορτίων.
    • Μεγάλο όχημα που έχει σχεδιαστεί για τη μεταφορά βαρέων ή μεγάλων φορτίων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φορτηγό μετέφερε επίπλους από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
    • Ο οδηγός του φορτηγού έκανε στάση για να ξεκουραστεί.
    2