1. Λέξη
    φορτηγίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φορτηγό - φορτηγάκι - φορτηγατζής)
  2. Συνώνυμα
    • φορτηγό
    • φορτηγό όχημα
    • φορτηγός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβατικό
    • επιβατικό όχημα
    • αυτοκίνητο
    3
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων φορτίων.
    • Ειδικό όχημα σχεδιασμένο για μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αγαθών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φορτηγίδα μετέφερε κιβώτια από το λιμάνι στην αποθήκη.
    • Οδηγούσε μια μεγάλη φορτηγίδα γεμάτη υλικά για την κατασκευή.
    2