Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτηγίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φορτηγό
-
φορτηγάκι
-
φορτηγατζής
)
Συνώνυμα
φορτηγό
φορτηγό όχημα
φορτηγός
3
Αντώνυμα
επιβατικό
επιβατικό όχημα
αυτοκίνητο
3
Ορισμός
Μεγάλο όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων φορτίων.
Ειδικό όχημα σχεδιασμένο για μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αγαθών.
2
Παραδείγματα
Η φορτηγίδα μετέφερε κιβώτια από το λιμάνι στην αποθήκη.
Οδηγούσε μια μεγάλη φορτηγίδα γεμάτη υλικά για την κατασκευή.
2