Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτηγατζής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φορτηγό
-
φορτηγίδα
-
φορτηγάκι
)
Συνώνυμα
οδηγός φορτηγού
φορτηγαδόρος
επαγγελματίας οδηγός
3
Αντώνυμα
πεζός
επιβάτης
2
Ορισμός
Άτομο που οδηγεί επαγγελματικά φορτηγό αυτοκίνητο για μεταφορά εμπορευμάτων.
Επαγγελματίας οδηγός που ειδικεύεται στη μεταφορά φορτίων με μεγάλα οχήματα.
2
Παραδείγματα
Ο φορτηγατζής έφτασε στην ώρα του για να παραλάβει το φορτίο.
Ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής και ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη.
2