Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφορτώνομαι
-
φορτώνω
-
σκοτώνομαι
-
χώνομαι
-
φανερώνομαι
)
Συνώνυμα
φορτώνω
επιβαρύνομαι
επιβαρύνομαι
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
απαλλάσσομαι
ανακουφίζομαι
3
Ορισμός
Να γεμίζω με φορτίο ή να γίνομαι βαρύς.
Να υποβάλλομαι σε πίεση ή στρες.
Να λαμβάνω υπεύθυνες ή δύσκολες εργασίες.
3
Παραδείγματα
Το φορτηγό φορτώθηκε γρήγορα με τα εμπορεύματα.
Μετά την ανακοίνωση, φορτώθηκε με πολλές ερωτήσεις.
Ο νέος υπάλληλος φορτώθηκε με πολλές δουλειές τα πρώτα του χρόνια.
3