1. Λέξη
    φορτώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ξεφορτώνομαι - φορτώνω - σκοτώνομαι - χώνομαι - φανερώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • φορτώνω
    • επιβαρύνομαι
    • επιβαρύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • απαλλάσσομαι
    • ανακουφίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να γεμίζω με φορτίο ή να γίνομαι βαρύς.
    • Να υποβάλλομαι σε πίεση ή στρες.
    • Να λαμβάνω υπεύθυνες ή δύσκολες εργασίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το φορτηγό φορτώθηκε γρήγορα με τα εμπορεύματα.
    • Μετά την ανακοίνωση, φορτώθηκε με πολλές ερωτήσεις.
    • Ο νέος υπάλληλος φορτώθηκε με πολλές δουλειές τα πρώτα του χρόνια.
    3