1. Λέξη
    φουσκωτό (επίθετο) - (παρόμοια: φουσκωτός - φουσκώνω - φουσκάλα)
  2. Συνώνυμα
    • διευρυμένο
    • φουσκωμένο
    • πληθωρισμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφουσκωμένο
    • συμπιεσμένο
    • χαλαρό
    3
  4. Ορισμός
    • Εκείνο που έχει γεμίσει με αέρα ή αέριο και ως αποτέλεσμα έχει αυξηθεί σε μέγεθος.
    • Κάτι που έχει διευρυνθεί ή αυξηθεί σε όγκο λόγω πίεσης ή θερμότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φουσκωτό σκάφος ήταν έτοιμο για την εκδρομή.
    • Τα παιδιά έπαιζαν με ένα φουσκωτό χτύπημα στην πισίνα.
    2