Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φουσκωτός (επίθετο) - (παρόμοια:
φουσκωτό
-
φουσκώνω
-
φουσκάλα
)
Συνώνυμα
φουσκωμένος
πρησμένος
διευρυμένος
3
Αντώνυμα
ξεφουσκωμένος
επίπεδος
συμπιεσμένος
3
Ορισμός
που έχει φουσκώσει ή έχει γεμίσει με αέρα ή υγρό
που έχει αυξηθεί σε μέγεθος ή όγκο λόγω φούσκωματός
2
Παραδείγματα
Ο φουσκωτός σακος ήταν γεμάτος αέρα.
Το φουσκωτό σκάφος επιπλέει εύκολα στο νερό.
2