Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φουσκώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
φουσκάλα
-
φουσκωτό
-
φουσκωτός
)
Συνώνυμα
διευρύνω
μεγαλώνω
πληθαίνω
3
Αντώνυμα
ξεφουσκώνω
συρρικνώνω
μικραίνω
3
Ορισμός
Να γίνει κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος ή όγκο λόγω εσωτερικής πίεσης.
Να αυξηθεί υπερβολικά η αυτοπεποίθηση ή η εγωισμός κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο μπαλόνιας άρχισε να φουσκώνει καθώς γέμιζε με αέρα.
Μετά την επιτυχία του, άρχισε να φουσκώνει και να νομίζει ότι είναι ανίκητος.
2