Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλάκιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φυλάκιση
-
φυλάω
-
φυλάξω
-
φυλάγω
-
θησαυροφυλάκιο
)
Συνώνυμα
φρουρά
σταθμός
παρατηρητήριο
3
Αντώνυμα
ανοικτός χώρος
ελεύθερος χώρος
2
Ορισμός
Μικρή στρατιωτική μονάδα που φρουρεί ένα συγκεκριμένο σημείο.
Κτίριο ή εγκατάσταση όπου στεγάζεται μια φρουρά.
2
Παραδείγματα
Το φυλάκιο στο βουνό ήταν εγκαταλελειμμένο.
Οι στρατιώτες έφτασαν στο φυλάκιο μετά από πολύωρη πορεία.
2