1. Λέξη
    φυλάκιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φυλάκιση - φυλάω - φυλάξω - φυλάγω - θησαυροφυλάκιο)
  2. Συνώνυμα
    • φρουρά
    • σταθμός
    • παρατηρητήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτός χώρος
    • ελεύθερος χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρή στρατιωτική μονάδα που φρουρεί ένα συγκεκριμένο σημείο.
    • Κτίριο ή εγκατάσταση όπου στεγάζεται μια φρουρά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φυλάκιο στο βουνό ήταν εγκαταλελειμμένο.
    • Οι στρατιώτες έφτασαν στο φυλάκιο μετά από πολύωρη πορεία.
    2