1. Λέξη
    φυλάξω (ρήμα) - (παρόμοια: φυλάξου - φυλάω - φυλάγω - φυλάκιο - φυλάσσω)
  2. Συνώνυμα
    • προστατεύω
    • διαφυλάσσω
    • φρουρώ
    • φυλάγω
    4
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αφήνω
    • παραμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κρατάω κάποιον ή κάτι σε ασφάλεια, να προστατεύω από κίνδυνο ή ζημιά.
    • Να παρακολουθώ ή να ελέγχω κάτι για να αποφευχθούν προβλήματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα φυλάξω τα παιδιά όσο λείπεις.
    • Ο σκύλος φυλάει το σπίτι από κλέφτες.
    2