Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλάξου
-
φυλάω
-
φυλάγω
-
φυλάκιο
-
φυλάσσω
)
Συνώνυμα
προστατεύω
διαφυλάσσω
φρουρώ
φυλάγω
4
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
αφήνω
παραμελώ
3
Ορισμός
Να κρατάω κάποιον ή κάτι σε ασφάλεια, να προστατεύω από κίνδυνο ή ζημιά.
Να παρακολουθώ ή να ελέγχω κάτι για να αποφευχθούν προβλήματα.
2
Παραδείγματα
Θα φυλάξω τα παιδιά όσο λείπεις.
Ο σκύλος φυλάει το σπίτι από κλέφτες.
2