Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλάγω (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλάω
-
φυλάξω
-
φυλάκιο
-
φυλάσσω
-
φυλάξου
)
Συνώνυμα
προστατεύω
φρουρώ
διαφυλάσσω
3
Αντώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
παραμελώ
3
Ορισμός
Προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο ή ζημιά.
Παρακολουθώ με προσοχή για να αποτρέψω οποιαδήποτε απειλή.
Διατηρώ κάτι σε ασφάλεια ή υπό έλεγχο.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος φυλάγει το σπίτι από κλέφτες.
Οι φρουροί φυλάγουν την είσοδο του κτιρίου.
Πρέπει να φυλάγεις τα μυστικά σου.
3