1. Λέξη
    φυλάξου (ρήμα) - (παρόμοια: φυλάξω - φυλάω - φυλάγω)
  2. Συνώνυμα
    • προσέξ
    • πρόσεχε
    • είσαι προσεκτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνόησε
    • αψήφησε
    2
  4. Ορισμός
    • Να είσαι προσεκτικός ή να προσέχεις.
    • Να φυλάγεσαι από κάποιον ή κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Φυλάξου από τον κίνδυνο που μπορεί να υπάρχει στον δρόμο.
    • Φυλάξου, μην πέσεις!
    2