Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλάξου (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλάξω
-
φυλάω
-
φυλάγω
)
Συνώνυμα
προσέξ
πρόσεχε
είσαι προσεκτικός
3
Αντώνυμα
αγνόησε
αψήφησε
2
Ορισμός
Να είσαι προσεκτικός ή να προσέχεις.
Να φυλάγεσαι από κάποιον ή κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο.
2
Παραδείγματα
Φυλάξου από τον κίνδυνο που μπορεί να υπάρχει στον δρόμο.
Φυλάξου, μην πέσεις!
2