1. Λέξη
    φυλακίσουν (ρήμα) - (παρόμοια: φυλακίζω - φυλακή - φυλακτό)
  2. Συνώνυμα
    • εγκλείσουν
    • φυλακίζουν
    • κρατούν
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνουν
    • ελευθερώνουν
    2
  4. Ορισμός
    • να βάλουν κάποιον στη φυλακή
    • να περιορίσουν την ελευθερία κάποιου με το να τον κρατήσουν σε έναν κλειστό χώρο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αρχές αποφάσισαν να φυλακίσουν τον ύποπτο.
    • Μετά τη δίκη, θα τον φυλακίσουν για πέντε χρόνια.
    2