Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλακίσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλακίζω
-
φυλακή
-
φυλακτό
)
Συνώνυμα
εγκλείσουν
φυλακίζουν
κρατούν
3
Αντώνυμα
απελευθερώνουν
ελευθερώνουν
2
Ορισμός
να βάλουν κάποιον στη φυλακή
να περιορίσουν την ελευθερία κάποιου με το να τον κρατήσουν σε έναν κλειστό χώρο
2
Παραδείγματα
Οι αρχές αποφάσισαν να φυλακίσουν τον ύποπτο.
Μετά τη δίκη, θα τον φυλακίσουν για πέντε χρόνια.
2