1. Συνώνυμα
    • φωτιστικός
    • διαφωτιστικός
    • φωτιστικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • σκοτεινός
    • αδιαφάνεια
    2
  3. Ορισμός
    • Που φωτίζει ή διαφωτίζει.
    • Που βοηθά στην κατανόηση ή στη διαφώτιση ενός θέματος.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο διαφωτιστικός φακός βοήθησε στην αναζήτηση.
    • Η διαφωτιστική διάλεξη έδωσε πολλές πληροφορίες.
    2