Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφωτιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διαφημιστικός
-
διαχωριστικός
-
διαφορετικός
-
διαγνωστικός
-
φωτιστικό
-
διαδικαστικός
-
διαβητικός
-
δικαστικός
-
διασκεδαστικός
-
στατιστικός
-
διανοητικός
-
διακριτικός
-
διστακτικός
)
Συνώνυμα
φωτιστικός
διαφωτιστικός
φωτιστικός
3
Αντώνυμα
σκοτεινός
αδιαφάνεια
2
Ορισμός
Που φωτίζει ή διαφωτίζει.
Που βοηθά στην κατανόηση ή στη διαφώτιση ενός θέματος.
2
Παραδείγματα
Ο διαφωτιστικός φακός βοήθησε στην αναζήτηση.
Η διαφωτιστική διάλεξη έδωσε πολλές πληροφορίες.
2