Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάζι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλάω
-
χαλάσω
-
χαλάκι
-
χαλ
)
Συνώνυμα
πήχτης
χιονόχαλαζα
2
Αντώνυμα
ανοικτός ουρανός
καθαρός ουρανός
2
Ορισμός
Μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο πέφτουν από τον ουρανό μικροί σφαιρικοί ή ακανόνιστοι πάγοι.
Βίαιη βροχή από πάγο που προκαλεί ζημιές σε καλλιέργειες και περιουσίες.
2
Παραδείγματα
Το χαλάζι κατέστρεψε τα κτήματα των αγροτών.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, έπεφτε δυνατό χαλάζι.
2