1. Λέξη
    χαλάζι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλάω - χαλάσω - χαλάκι - χαλ)
  2. Συνώνυμα
    • πήχτης
    • χιονόχαλαζα
    2
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτός ουρανός
    • καθαρός ουρανός
    2
  4. Ορισμός
    • Μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο πέφτουν από τον ουρανό μικροί σφαιρικοί ή ακανόνιστοι πάγοι.
    • Βίαιη βροχή από πάγο που προκαλεί ζημιές σε καλλιέργειες και περιουσίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χαλάζι κατέστρεψε τα κτήματα των αγροτών.
    • Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, έπεφτε δυνατό χαλάζι.
    2