1. Λέξη
    χαλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλάω - χαλάσω - χαλίκι - χαράκι - χαλάζι - χαλ - χαντάκι - γυαλάκι - χαρτάκι - μπαλάκι)
  2. Συνώνυμα
    • πλακόστρωτο
    • πάτωμα
    • δαπέδο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταβάνι
    • οροφή
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό χαλί ή κουβέρτα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το πάτωμα.
    • Υλικό που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του δαπέδου, συνήθως από ύφασμα ή πλαστικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί κάθισε στο χαλάκι για να παίξει.
    • Έβαλα ένα χαλάκι μπροστά από την πόρτα για να μην μπαίνει η βρομή μέσα.
    2