Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλάω
-
χαλάσω
-
χαλίκι
-
χαράκι
-
χαλάζι
-
χαλ
-
χαντάκι
-
γυαλάκι
-
χαρτάκι
-
μπαλάκι
)
Συνώνυμα
πλακόστρωτο
πάτωμα
δαπέδο
3
Αντώνυμα
ταβάνι
οροφή
2
Ορισμός
Μικρό χαλί ή κουβέρτα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το πάτωμα.
Υλικό που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του δαπέδου, συνήθως από ύφασμα ή πλαστικό.
2
Παραδείγματα
Το παιδί κάθισε στο χαλάκι για να παίξει.
Έβαλα ένα χαλάκι μπροστά από την πόρτα για να μην μπαίνει η βρομή μέσα.
2