1. Λέξη
    χαλαρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: χαλαρός - ερωτικός - χαλαρά - χαλκός - χαριστικός - νευρωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανακουφιστικός
    • ηρεμιστικός
    • χαλαρωτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγχωτικός
    • τεντωμένος
    • εκνευριστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που βοηθά στη χαλάρωση ή στην ανακούφιση από το άγχος ή την ένταση.
    • Που προκαλεί αίσθηση ηρεμίας και ευεξίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μπάνιο με αφρό ήταν πολύ χαλαρωτικό μετά από μια κουραστική μέρα.
    • Άκουσε χαλαρωτική μουσική για να ηρεμήσει.
    2