Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλαρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
χαλαρός
-
ερωτικός
-
χαλαρά
-
χαλκός
-
χαριστικός
-
νευρωτικός
)
Συνώνυμα
ανακουφιστικός
ηρεμιστικός
χαλαρωτικός
3
Αντώνυμα
αγχωτικός
τεντωμένος
εκνευριστικός
3
Ορισμός
Που βοηθά στη χαλάρωση ή στην ανακούφιση από το άγχος ή την ένταση.
Που προκαλεί αίσθηση ηρεμίας και ευεξίας.
2
Παραδείγματα
Το μπάνιο με αφρό ήταν πολύ χαλαρωτικό μετά από μια κουραστική μέρα.
Άκουσε χαλαρωτική μουσική για να ηρεμήσει.
2