1. Λέξη
    χαρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χαρακτηρίζω - χαραμίζω - χωρίζω - χαράζω)
  2. Συνώνυμα
    • δωρίζω
    • προσφέρω
    • κάνω δώρο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφαιρώ
    • παίρνω
    • στερώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προσφέρω κάτι σε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα.
    • Κάνω κάποιον ευτυχισμένο ή ικανοποιημένο με μια πράξη ή ένα δώρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Της χαρίζω ένα βιβλίο για τα γενέθλιά της.
    • Ο πατέρας του χαρίζει ένα αυτοκίνητο όταν αποφοιτήσει.
    2