Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαρακτηρίζω
-
χαραμίζω
-
χωρίζω
-
χαράζω
)
Συνώνυμα
δωρίζω
προσφέρω
κάνω δώρο
3
Αντώνυμα
αφαιρώ
παίρνω
στερώ
3
Ορισμός
Προσφέρω κάτι σε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα.
Κάνω κάποιον ευτυχισμένο ή ικανοποιημένο με μια πράξη ή ένα δώρο.
2
Παραδείγματα
Της χαρίζω ένα βιβλίο για τα γενέθλιά της.
Ο πατέρας του χαρίζει ένα αυτοκίνητο όταν αποφοιτήσει.
2