1. Λέξη
    χωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεχωρίζω - διαχωρίζω - χωρίζομαι - χωρίσω - χαρίζω - δωρίζω - γνωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • διαχωρίζω
    • ξεχωρίζω
    • διαιρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συγχωνεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι ή κάποιον να σταματήσει να είναι ενωμένο ή συνδεδεμένο με κάτι άλλο.
    • Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα χώρισε τα παιδιά για να σταματήσουν να τσακώνονται.
    • Οι δύο φίλοι χώρισαν μετά από μια μεγάλη διαφωνία.
    2