Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεχωρίζω
-
διαχωρίζω
-
χωρίζομαι
-
χωρίσω
-
χαρίζω
-
δωρίζω
-
γνωρίζω
)
Συνώνυμα
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
διαιρώ
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγχωνεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι ή κάποιον να σταματήσει να είναι ενωμένο ή συνδεδεμένο με κάτι άλλο.
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα χώρισε τα παιδιά για να σταματήσουν να τσακώνονται.
Οι δύο φίλοι χώρισαν μετά από μια μεγάλη διαφωνία.
2