1. Λέξη
    χειρουργήσω (ρήμα) - (παρόμοια: χειρουργός - χειρουργική - χειρουργείο - χειρουργικός - χειρουργούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • εγχειρίζω
    • επιχειρώ
    • χειρίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • αποφεύγω
    • αποσύρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκτελέσω μια χειρουργική επέμβαση σε έναν ασθενή.
    • Να αναλάβω μια δύσκολη ή επικίνδυνη εργασία.
    • Να διαχειριστώ μια κατάσταση με επιδέξιο τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός πρόκειται να χειρουργήσει τον ασθενή αύριο.
    • Πρέπει να χειρουργήσουμε προσεκτικά αυτή την ευαίσθητη κατάσταση.
    • Ο ειδικός χειρούργησε το πρόβλημα με μεγάλη επιτυχία.
    3