Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χειρουργήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χειρουργός
-
χειρουργική
-
χειρουργείο
-
χειρουργικός
-
χειρουργούμαι
)
Συνώνυμα
εγχειρίζω
επιχειρώ
χειρίζομαι
3
Αντώνυμα
αφήνω
αποφεύγω
αποσύρομαι
3
Ορισμός
Να εκτελέσω μια χειρουργική επέμβαση σε έναν ασθενή.
Να αναλάβω μια δύσκολη ή επικίνδυνη εργασία.
Να διαχειριστώ μια κατάσταση με επιδέξιο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός πρόκειται να χειρουργήσει τον ασθενή αύριο.
Πρέπει να χειρουργήσουμε προσεκτικά αυτή την ευαίσθητη κατάσταση.
Ο ειδικός χειρούργησε το πρόβλημα με μεγάλη επιτυχία.
3