1. Συνώνυμα
    • εγχειρίζομαι
    • διασπώμαι χειρουργικά
    2
  2. Αντώνυμα
    • θεραπεύομαι φαρμακευτικά
    • αποφεύγω τη χειρουργική επέμβαση
    2
  3. Ορισμός
    • Να υποβάλλομαι σε χειρουργική επέμβαση.
    • Να με επεμβαίνουν χειρουργικά για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής θα χειρουργηθεί αύριο για να αφαιρεθεί ο όγκος.
    • Μετά το ατύχημα, χειρουργήθηκα για να επισκευαστούν τα σπασμένα οστά μου.
    2