1. Λέξη
    χειρουργείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χειρουργός - χειρουργική - χειρουργήσω - χειρουργικός - χειρουργούμαι - υπουργείο)
  2. Συνώνυμα
    • εγχείρηση
    • χειρουργική επέμβαση
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη χειρουργική θεραπεία
    • φαρμακευτική αγωγή
    2
  4. Ορισμός
    • Η ιατρική διαδικασία κατά την οποία ένας χειρουργός εκτελεί μια επέμβαση στο σώμα ενός ασθενούς, συνήθως με σκοπό τη θεραπεία μιας ασθένειας ή τραυματισμού.
    • Το τμήμα ενός νοσοκομείου όπου πραγματοποιούνται χειρουργικές επεμβάσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο χειρουργείο για να υποβληθεί σε επέμβαση.
    • Το χειρουργείο του νοσοκομείου είναι εξοπλισμένο με τις πιο σύγχρονες συσκευές.
    2