Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρησιμοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χρησιμοποιώ
-
χρησιμοποιούν
-
χρησιμοποιείς
-
χρησιμοποιείται
-
χρησιμοποιημένος
)
Συνώνυμα
θα χρησιμοποιήσω
θα αξιοποιήσω
θα εφαρμόσω
3
Αντώνυμα
δεν θα χρησιμοποιήσω
θα παραλείψω
θα αποφύγω
3
Ορισμός
Να κάνω χρήση κάποιου πράγματος ή μέσου για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Να εφαρμόσω μια μέθοδο, τεχνική ή ιδέα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Θα χρησιμοποιήσω το αυτοκίνητο για να πάω στη δουλειά.
Σε αυτή την εργασία, θα χρησιμοποιήσω μια νέα μέθοδο ανάλυσης.
2