Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρονικός (επίθετο) - (παρόμοια:
χρονικό
-
χρονισμός
-
χρονιά
-
φονικός
-
γονικός
-
χριστιανικός
-
ηλεκτρονικός
-
εικονικός
-
κανονικός
-
αρμονικός
)
Συνώνυμα
καθυστερημένος
προσωρινός
συνεχής
3
Αντώνυμα
αιώνιος
αχρονικός
άμεσος
3
Ορισμός
Σχετικός με τον χρόνο.
Που διαρκεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Που αναφέρεται στη χρονική σειρά των γεγονότων.
3
Παραδείγματα
Η χρονική διάρκεια της ταινίας ήταν δύο ώρες.
Οι χρονικές σημάνσεις είναι σημαντικές στη γραμματική.
Η χρονική εξέλιξη της τεχνολογίας είναι εντυπωσιακή.
3