1. Λέξη
    χτυπηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπώ - χτυπάω - χτυπημένος)
  2. Συνώνυμα
    • πληγώνομαι
    • τραυματίζομαι
    • προσβάλλομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεύομαι
    • γιατρεύομαι
    • ανακτώμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να υποστώ φυσική βλάβη ή πόνο λόγω εξωτερικής επίδρασης.
    • Να βιώσω ψυχολογική οδύνη ή θλίψη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χτύπησα το δάχτυλό μου στην πόρτα και πονάει.
    • Με χτύπησε βαθιά η απώλεια του φίλου μου.
    2