Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπώ
-
χτυπάω
-
χτυπημένος
)
Συνώνυμα
πληγώνομαι
τραυματίζομαι
προσβάλλομαι
3
Αντώνυμα
θεραπεύομαι
γιατρεύομαι
ανακτώμαι
3
Ορισμός
Να υποστώ φυσική βλάβη ή πόνο λόγω εξωτερικής επίδρασης.
Να βιώσω ψυχολογική οδύνη ή θλίψη.
2
Παραδείγματα
Χτύπησα το δάχτυλό μου στην πόρτα και πονάει.
Με χτύπησε βαθιά η απώλεια του φίλου μου.
2