1. Λέξη
    χτυπημένος (επίθετο) - (παρόμοια: λυπημένος - χτισμένος - αγαπημένος - χαμένος - χωμένος - ψημένος - χτυπηθώ - τσιμπημένος)
  2. Συνώνυμα
    • πληγωμένος
    • τραυματισμένος
    • καταπονημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβλαβής
    • υγιής
    • άθικτος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει υποστεί χτύπημα ή τραυματισμό
    • που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά
    • που δείχνει σημάδια καταπόνησης ή φθοράς
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο χτυπημένος ποδοσφαιριστής έπρεπε να αντικατασταθεί.
    • Το χτυπημένο αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στο συνεργείο.
    • Μετά την καταιγίδα, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι χτυπημένα δέντρα.
    3