Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λυπημένος
-
χτισμένος
-
αγαπημένος
-
χαμένος
-
χωμένος
-
ψημένος
-
χτυπηθώ
-
τσιμπημένος
)
Συνώνυμα
πληγωμένος
τραυματισμένος
καταπονημένος
3
Αντώνυμα
αβλαβής
υγιής
άθικτος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί χτύπημα ή τραυματισμό
που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά
που δείχνει σημάδια καταπόνησης ή φθοράς
3
Παραδείγματα
Ο χτυπημένος ποδοσφαιριστής έπρεπε να αντικατασταθεί.
Το χτυπημένο αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στο συνεργείο.
Μετά την καταιγίδα, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι χτυπημένα δέντρα.
3