Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιωνιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγιότητα
-
αγριότητα
-
αθλιότητα
-
αρχαιότητα
-
αβεβαιότητα
-
ακεραιότητα
-
αρμοδιότητα
)
Συνώνυμα
αθανασία
διαρκεία
αιώνια ύπαρξη
3
Αντώνυμα
φθαρτότητα
προσωρινότητα
περατότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάτι αιώνιο, δηλαδή να υπάρχει για πάντα χωρίς τέλος.
Η έννοια του χρόνου που εκτείνεται στο άπειρο, χωρίς αρχή ή τέλος.
2
Παραδείγματα
Η αιωνιότητα του σύμπαντος είναι ένα θέμα που συζητείται στη φιλοσοφία και την κοσμολογία.
Η αγάπη της μητέρας για το παιδί της συχνά περιγράφεται ως αιωνιότητα.
2