Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αβεβαιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βεβαιότητα
-
αρχαιότητα
-
ακεραιότητα
-
αγιότητα
-
αναγκαιότητα
-
αγριότητα
-
βιαιότητα
-
αθλιότητα
-
ματαιότητα
-
αιωνιότητα
)
Συνώνυμα
αμφιβολία
ασάφεια
ανασφάλεια
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
σιγουριά
εμπιστοσύνη
3
Ορισμός
Η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς για κάτι.
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν είναι σίγουρος ή έχει αμφιβολίες.
2
Παραδείγματα
Η αβεβαιότητα για το μέλλον με αγχώνει.
Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών.
2