1. Συνώνυμα
    • αμφιβολία
    • ασάφεια
    • ανασφάλεια
    3
  2. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • σιγουριά
    • εμπιστοσύνη
    3
  3. Ορισμός
    • Η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς για κάτι.
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν είναι σίγουρος ή έχει αμφιβολίες.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η αβεβαιότητα για το μέλλον με αγχώνει.
    • Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών.
    2