Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακουστεί (ρήμα) - (παρόμοια:
ακουστώ
-
ακουστικό
-
ακουστική
-
ακουστικός
)
Συνώνυμα
ακούστηκε
ειπώθηκε
διαδόθηκε
3
Αντώνυμα
σιωπήθηκε
κρύφτηκε
2
Ορισμός
Να γίνει γνωστός μέσω της ακοής ή της φήμης.
Να ακουστεί κάτι, να γίνει αντιληπτό από την ακοή.
2
Παραδείγματα
Ακούστηκε ότι θα γίνει πάρτι το Σαββατοκύριακο.
Το τραγούδι του ακούστηκε σε όλη την περιοχή.
2