1. Λέξη
    ακουστεί (ρήμα) - (παρόμοια: ακουστώ - ακουστικό - ακουστική - ακουστικός)
  2. Συνώνυμα
    • ακούστηκε
    • ειπώθηκε
    • διαδόθηκε
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπήθηκε
    • κρύφτηκε
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνει γνωστός μέσω της ακοής ή της φήμης.
    • Να ακουστεί κάτι, να γίνει αντιληπτό από την ακοή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ακούστηκε ότι θα γίνει πάρτι το Σαββατοκύριακο.
    • Το τραγούδι του ακούστηκε σε όλη την περιοχή.
    2