1. Λέξη
    ακουστική (επίθετο) - (παρόμοια: ακουστικό - ακουστικός - ακουστώ - ακουστεί)
  2. Συνώνυμα
    • ηχητική
    • ηχοληπτική
    2
  3. Αντώνυμα
    • αθόρυβη
    • σιωπηλή
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τον ήχο ή την ακοή.
    • Αναφερόμενος στη μετάδοση ή την απορρόφηση του ήχου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ακουστική κιθάρα παράγει ήχο χωρίς ηλεκτρική ενίσχυση.
    • Η ακουστική μόνωση του δωματίου ήταν εξαιρετική.
    2