Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακουστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ακουστεί
-
ακουστικό
-
ακουστική
-
ακουστικός
)
Συνώνυμα
ακούγομαι
φαίνομαι
δείχνω
3
Αντώνυμα
κρύβομαι
αγνοούμαι
2
Ορισμός
να έχω μια συγκεκριμένη εντύπωση ή φήμη
να φαίνομαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο
2
Παραδείγματα
Ακούστηκε ότι θα έρθει ο νέος διευθυντής.
Ακούστηκε πολύ καλά στο πάρτι.
2