1. Λέξη
    ακουστώ (ρήμα) - (παρόμοια: ακουστεί - ακουστικό - ακουστική - ακουστικός)
  2. Συνώνυμα
    • ακούγομαι
    • φαίνομαι
    • δείχνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβομαι
    • αγνοούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • να έχω μια συγκεκριμένη εντύπωση ή φήμη
    • να φαίνομαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ακούστηκε ότι θα έρθει ο νέος διευθυντής.
    • Ακούστηκε πολύ καλά στο πάρτι.
    2