1. Λέξη
    ακουστικό (επίθετο) - (παρόμοια: ακουστικός - ακουστική - ακουστώ - ακουστεί - ανακουφιστικό - μυστικό)
  2. Συνώνυμα
    • ηχητικό
    • ηχηρός
    • φωνητικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • άηχο
    • σιωπηλό
    • αθόρυβο
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τον ήχο ή την ακοή.
    • Που παράγει ή μεταδίδει ήχο.
    • Που αφορά τη μετάδοση ή την αντίληψη του ήχου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ακουστικό σύστημα του θεάτρου ήταν εξαιρετικό.
    • Ένα ακουστικό κύμα μπορεί να ταξιδέψει σε μεγάλες αποστάσεις.
    • Οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι συχνό φαινόμενο σε μερικούς ανθρώπους.
    3