Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακουστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ακουστικός
-
ακουστική
-
ακουστώ
-
ακουστεί
-
ανακουφιστικό
-
μυστικό
)
Συνώνυμα
ηχητικό
ηχηρός
φωνητικό
3
Αντώνυμα
άηχο
σιωπηλό
αθόρυβο
3
Ορισμός
Σχετικός με τον ήχο ή την ακοή.
Που παράγει ή μεταδίδει ήχο.
Που αφορά τη μετάδοση ή την αντίληψη του ήχου.
3
Παραδείγματα
Το ακουστικό σύστημα του θεάτρου ήταν εξαιρετικό.
Ένα ακουστικό κύμα μπορεί να ταξιδέψει σε μεγάλες αποστάσεις.
Οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι συχνό φαινόμενο σε μερικούς ανθρώπους.
3