Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αμέριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αόριστος
-
αχώριστος
-
αγύριστος
-
αχάριστος
-
άριστος
-
ακαθόριστος
-
αντίχριστος
-
απεριόριστος
)
Συνώνυμα
αδιαίρετος
ολόκληρος
ενιαίος
3
Αντώνυμα
διαιρετός
κατανεμημένος
τμηματικός
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να διαιρεθεί ή να χωριστεί σε μέρη.
Που αποτελεί μια ενότητα χωρίς διακριτά στοιχεία.
2
Παραδείγματα
Η αγάπη είναι ένα αμέριστο συναίσθημα που δεν μπορεί να μετρηθεί.
Η οικογένεια είναι μια αμέριστη οντότητα που στηρίζεται στην αλληλεγγύη.
2