1. Συνώνυμα
    • αναπόδραστος
    • αμετάκλητος
    • αμετάτρεπτος
    3
  2. Αντώνυμα
    • επιστρεπτός
    • μετατρεπτός
    • ανακλητός
    3
  3. Ορισμός
    • που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω ή να ανακληθεί
    • που δεν μπορεί να αλλάξει ή να μετατραπεί
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η απόφασή του ήταν αγύριστος και κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.
    • Το παρελθόν είναι αγύριστο, γι' αυτό πρέπει να εστιάσουμε στο μέλλον.
    2