Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγύριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αόριστος
-
αχώριστος
-
αμέριστος
-
αχάριστος
-
άριστος
-
ακαθόριστος
-
αντίχριστος
-
αγνώστος
-
απεριόριστος
)
Συνώνυμα
αναπόδραστος
αμετάκλητος
αμετάτρεπτος
3
Αντώνυμα
επιστρεπτός
μετατρεπτός
ανακλητός
3
Ορισμός
που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω ή να ανακληθεί
που δεν μπορεί να αλλάξει ή να μετατραπεί
2
Παραδείγματα
Η απόφασή του ήταν αγύριστος και κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.
Το παρελθόν είναι αγύριστο, γι' αυτό πρέπει να εστιάσουμε στο μέλλον.
2