Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αχώριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αχάριστος
-
αόριστος
-
αμέριστος
-
αγύριστος
-
άριστος
-
ακαθόριστος
-
αντίχριστος
-
αχάριστο
-
απεριόριστος
)
Συνώνυμα
αδιαχώριστος
αποσπάστος
αδιάσπαστος
3
Αντώνυμα
χωριστός
διαχωρισμένος
διαιρετός
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να χωριστεί ή να διαιρεθεί.
Που είναι τόσο στενά συνδεδεμένο που δεν μπορεί να αποσπαστεί.
2
Παραδείγματα
Η αγάπη τους ήταν αχώριστη.
Οι δυο τους ήταν αχώριστοι φίλοι.
2