1. Συνώνυμα
    • αδιαχώριστος
    • αποσπάστος
    • αδιάσπαστος
    3
  2. Αντώνυμα
    • χωριστός
    • διαχωρισμένος
    • διαιρετός
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να χωριστεί ή να διαιρεθεί.
    • Που είναι τόσο στενά συνδεδεμένο που δεν μπορεί να αποσπαστεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η αγάπη τους ήταν αχώριστη.
    • Οι δυο τους ήταν αχώριστοι φίλοι.
    2