Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγκάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναγκάζομαι
-
αναγκάσω
-
ανατινάζω
-
αναγκαίος
)
Συνώνυμα
υποχρεώνω
επιβάλλω
προκαλώ
3
Αντώνυμα
επιτρέπω
αφήνω
ελευθερώνω
3
Ορισμός
Καθιστώ κάποιον υποχρεωμένο να κάνει κάτι, συχνά χρησιμοποιώντας πίεση ή βία.
Προκαλώ κάτι να συμβεί, συνήθως με δύσκολο ή ανεπιθύμητο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος αναγκάζει τους μαθητές να μελετούν κάθε μέρα.
Η οικονομική κρίση αναγκάζει πολλούς ανθρώπους να ζουν με λιγότερα χρήματα.
2