Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γνωρίζομαι
-
χειρίζομαι
-
ορίζομαι
-
χτίζομαι
-
ζορίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
χωρίζω
-
αναγνωρίζομαι
-
στηρίζομαι
-
διορίζομαι
-
προορίζομαι
-
καθορίζομαι
-
ισχυρίζομαι
-
πρωτογνωρίζομαι
-
σκίζομαι
-
παίζομαι
-
εκνευρίζομαι
-
περιορίζομαι
-
συμμερίζομαι
)
Συνώνυμα
διαχωρίζομαι
αποχωρίζομαι
χωρίζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συμμαζεύω
3
Ορισμός
Να απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι, να σταματώ μια σχέση ή μια συνεργασία.
Να διαιρώμαι σε μέρη, να διασπώμαι.
2
Παραδείγματα
Μετά από δέκα χρόνια γάμου, αποφάσισαν να χωρίσουν.
Το νησί χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα με μια στενή θάλασσα.
2