1. Συνώνυμα
    • διαχωρίζομαι
    • αποχωρίζομαι
    • χωρίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συμμαζεύω
    3
  3. Ορισμός
    • Να απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι, να σταματώ μια σχέση ή μια συνεργασία.
    • Να διαιρώμαι σε μέρη, να διασπώμαι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά από δέκα χρόνια γάμου, αποφάσισαν να χωρίσουν.
    • Το νησί χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα με μια στενή θάλασσα.
    2