Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακατεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακατεύω
-
αναδύομαι
-
ανακατευτώ
-
αναπαύομαι
-
ανακατεμένος
-
ανακατωτά
-
ανακατέψω
)
Συνώνυμα
αναμειγνύομαι
μπερδεύομαι
συγχέομαι
3
Αντώνυμα
ξεκαθαρίζω
διαχωρίζομαι
διαφοροποιούμαι
3
Ορισμός
Να μπερδεύομαι ή να συγχέομαι με κάτι άλλο.
Να αναμειγνύομαι σε μια κατάσταση ή σε μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Ανακατεύτηκα στις συζητήσεις και δεν κατάλαβα τίποτα.
Μην ανακατεύεσαι στα θέματα των άλλων.
2