Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακατεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανακατεύω
-
αναμμένος
-
ανακατευτώ
-
ανακατεύομαι
-
αναγκασμένος
-
αναπτυγμένος
-
ανακατέψω
-
ανακατωτά
)
Συνώνυμα
ανακατωμένος
αναμειγμένος
συγκερασμένος
3
Αντώνυμα
ξεχωριστός
διαχωρισμένος
καθαρός
3
Ορισμός
που έχει αναμειχθεί με άλλα υλικά ή στοιχεία
που δεν είναι τακτοποιημένος ή οργανωμένος
που έχει μπερδευτεί ή δυσκολεύεται να διακρίνει
3
Παραδείγματα
Η σαλάτα ήταν πολύ ανακατεμένη και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα συστατικά της.
Μετά το ατύχημα, ο οδηγός ήταν εντελώς ανακατεμένος και δεν θυμόταν τι είχε συμβεί.
Τα χαρτιά στο γραφείο μου είναι πάντα ανακατεμένα και δυσκολεύομαι να βρω αυτό που χρειάζομαι.
3