1. Συνώνυμα
    • ανακατωμένος
    • αναμειγμένος
    • συγκερασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεχωριστός
    • διαχωρισμένος
    • καθαρός
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει αναμειχθεί με άλλα υλικά ή στοιχεία
    • που δεν είναι τακτοποιημένος ή οργανωμένος
    • που έχει μπερδευτεί ή δυσκολεύεται να διακρίνει
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η σαλάτα ήταν πολύ ανακατεμένη και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα συστατικά της.
    • Μετά το ατύχημα, ο οδηγός ήταν εντελώς ανακατεμένος και δεν θυμόταν τι είχε συμβεί.
    • Τα χαρτιά στο γραφείο μου είναι πάντα ανακατεμένα και δυσκολεύομαι να βρω αυτό που χρειάζομαι.
    3