1. Λέξη
    αναπτυγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: αναμμένος - αναμεμειγμένος - ανακατεμένος - αναγκασμένος - αναπτυχθώ)
  2. Συνώνυμα
    • ανεπτυγμένος
    • εξελιγμένος
    • προηγμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροχώρητος
    • αναπτύξιμος
    • υπανάπτυκτος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό
    • που έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης
    • που χαρακτηρίζεται από πρόοδο και βελτίωση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χώρα μας είναι μια αναπτυγμένη οικονομία.
    • Οι αναπτυγμένες τεχνολογίες διευκολύνουν τη ζωή μας.
    • Ένα αναπτυγμένο παιδί έχει πολλές δεξιότητες.
    3