Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαμόρφωση
-
μόρφωση
-
μεταμόρφωση
-
παραμόρφωση
-
συμμόρφωση
)
Συνώνυμα
ανασυγκρότηση
αναδιάρθρωση
αναδιοργάνωση
3
Αντώνυμα
κατάρρευση
αποδιοργάνωση
αποσύνθεση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αναμόρφωσης, δηλαδή της επαναφοράς σε καλύτερη κατάσταση ή μορφή.
Η αλλαγή της δομής ή της οργάνωσης κάποιου πράγματος με σκοπό τη βελτίωσή του.
2
Παραδείγματα
Η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Μετά τον πόλεμο, η χώρα χρειάστηκε μεγάλη αναμόρφωση των υποδομών της.
2