Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαμόρφωση
-
αναμόρφωση
-
μόρφωση
-
μεταμόρφωση
-
συμμόρφωση
)
Συνώνυμα
διαστρέβλωση
αλλοίωση
παραλλαγή
3
Αντώνυμα
ακρίβεια
ορθότητα
φυσιολογικότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της αλλαγής της αρχικής μορφής ή εμφάνισης ενός αντικειμένου ή πληροφορίας.
Μια αλλαγή που προκαλείται σε κάτι, η οποία το κάνει να φαίνεται ή να λειτουργεί διαφορετικά από το αρχικό του σχέδιο ή τη φύση του.
2
Παραδείγματα
Η παραμόρφωση της εικόνας οφείλεται σε κακό φωτισμό.
Η παραμόρφωση των γεγονότων από τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.
2