Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μόρφωση
-
διαμόρφωση
-
αναμόρφωση
-
μεταμόρφωση
-
παραμόρφωση
)
Συνώνυμα
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
συμμόρφωση
10
Αντώνυμα
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
ανυπακοή
10
Ορισμός
Η πράξη ή η κατάσταση της συμμόρφωσης με κανόνες, νόμους ή οδηγίες.
Η ικανότητα ενός υλικού να προσαρμόζεται σε εξωτερικές συνθήκες.
Η συμφωνία ή η αρμονία μεταξύ διαφορετικών στοιχείων.
3
Παραδείγματα
Η συμμόρφωση με τους κανόνες της εταιρείας είναι υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους.
Το υλικό αυτό έχει υψηλή συμμόρφωση στις αλλαγές θερμοκρασίας.
Η συμμόρφωση των απόψεων οδήγησε σε μια επιτυχημένη συνεργασία.
3