1. Λέξη
    συμμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μόρφωση - διαμόρφωση - αναμόρφωση - μεταμόρφωση - παραμόρφωση)
  2. Συνώνυμα
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    • συμμόρφωση
    10
  3. Αντώνυμα
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    • ανυπακοή
    10
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή η κατάσταση της συμμόρφωσης με κανόνες, νόμους ή οδηγίες.
    • Η ικανότητα ενός υλικού να προσαρμόζεται σε εξωτερικές συνθήκες.
    • Η συμφωνία ή η αρμονία μεταξύ διαφορετικών στοιχείων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συμμόρφωση με τους κανόνες της εταιρείας είναι υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους.
    • Το υλικό αυτό έχει υψηλή συμμόρφωση στις αλλαγές θερμοκρασίας.
    • Η συμμόρφωση των απόψεων οδήγησε σε μια επιτυχημένη συνεργασία.
    3